πεδιάδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεδιάδα | οι | πεδιάδες |
γενική | της | πεδιάδας | των | πεδιάδων |
αιτιατική | την | πεδιάδα | τις | πεδιάδες |
κλητική | πεδιάδα | πεδιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πεδιάδα < αρχαία ελληνική πεδιάς < πέδον < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pedóm < *pṓds
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðiˈa.ða/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πεδιάδα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πεδιάδα
|