Γήπεδο τένις.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τένις < (άμεσο δάνειο) αγγλική tennis < παλαιά γαλλικά tenez < tenir (κρατώ) < δημώδης λατινική *tenire < λατινική tenere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος teneo < πρωτοϊταλική *tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τένις ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • τέννις (μη απλοποιημένη, παρωχημένη)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τείνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία