αντίπαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντίπαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίπαλος < ἀντί (αντί-) + πάλ(η) + -ος
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdi.pa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐πα‐λος
Επίθετο επεξεργασία
αντίπαλος, -η, -ο
- που παλεύει με κάποιον, που προσπαθεί να τον νικήσει
- ανταγωνιστής
- αντίθετος
Εκφράσεις επεξεργασία
- αντίπαλο δέος / αντίπαλον δέος
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αντί και πάλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίθετο
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αντίπαλος | οι | αντίπαλοι |
γενική | του/της του |
αντιπάλου αντίπαλου |
των | αντιπάλων & αντίπαλων |
αιτιατική | τον/την | αντίπαλο | τους/τις τους |
αντιπάλους αντίπαλους |
κλητική | αντίπαλε | αντίπαλοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αντίπαλος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι αντίπαλος
- ↪ είναι η ανίπαλός μου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουσιαστικό
Πηγές επεξεργασία
- αντίπαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντίπαλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντίπαλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας