Δείτε επίσης: ἀντίπαλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντίπαλος η αντίπαλη το αντίπαλο
      γενική του αντίπαλου της αντίπαλης του αντίπαλου
    αιτιατική τον αντίπαλο την αντίπαλη το αντίπαλο
     κλητική αντίπαλε αντίπαλη αντίπαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντίπαλοι οι αντίπαλες τα αντίπαλα
      γενική των αντίπαλων των αντίπαλων των αντίπαλων
    αιτιατική τους αντίπαλους τις αντίπαλες τα αντίπαλα
     κλητική αντίπαλοι αντίπαλες αντίπαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντίπαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίπαλος < ἀντί (αντί-) + πάλ(η) + -ος
Και ουσιαστικοποιημένο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /anˈdi.pa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐πα‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

αντίπαλος, -η, -ο

  1. που παλεύει με κάποιον, που προσπαθεί να τον νικήσει
  2. ανταγωνιστής
  3. αντίθετος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντί και πάλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντίπαλος οι αντίπαλοι
      γενική του/της
του
αντιπάλου
αντίπαλου
των αντιπάλων
αντίπαλων
    αιτιατική τον/την αντίπαλο τους/τις
τους
αντιπάλους
αντίπαλους
     κλητική αντίπαλε αντίπαλοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αντίπαλος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία