ανταγωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανταγωνιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταγωνιστής < ἀνταγωνίζομαι, θέμα ἀνταγωνισ- + -τής. Μορφολογικά, αντ- + αγωνιστής
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.da.ɣo.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐γω‐νι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανταγωνιστής αρσενικό (θηλυκό ανταγωνίστρια)
- αυτός που ανταγωνίζεται με κάποιον άλλον για την διεκδίκηση ενός τίτλου, βραβείου, αξιώματος κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανταγωνιστής