competitor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
competitor | competitors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcompetitor (en)
- ο ανταγωνιστής
- ⮡ The company has many competitors.
- Η εταιρεία έχει πολλούς ανταγωιστές.
- ⮡ The company has many competitors.
ενικός | πληθυντικός |
competitor | competitors |
competitor (en)