Επίθετο

επεξεργασία

concurrent (en)

  1. ταυτόχρονος, σύγχρονος


      ενικός         πληθυντικός  
concurrent concurrents

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

concurrent (fr) αρσενικό

  1. ο ανταγωνιστής

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό concurrent concurrents
θηλυκό concurrente concurrentes

concurrent (fr)

  1. ανταγωνιστικός