concurrent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
concurrent (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
concurrent | concurrents |
Ουσιαστικό επεξεργασία
concurrent (fr) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concurrent | concurrents |
θηλυκό | concurrente | concurrentes |
concurrent (fr)