ταυτόχρονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτόχρονος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tautochrone < (ελληνιστική κοινή) ταὐτο- + χρόνος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ταυτό- + -χρονος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈfto.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ταυ‐τό‐χρο‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαταυτόχρονος, -η, -ο
- που συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με κάτι άλλο
- ≈ συνώνυμα: σύγχρονος, παράλληλος
- ≠ αντώνυμα: ασύγχρονος, → δείτε και τη λέξη διαδοχικός
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ταυτόχρονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας