ταυτοχρόνως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτοχρόνως < ταυτόχρον(ος) + (καθαρεύουσα) -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.ftoˈxɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ταυ‐το‐χρό‐νως
- τονικό παρώνυμο: ταυτόχρονος
Επίρρημα
επεξεργασίαταυτοχρόνως
- (λόγιο) λόγια μορφή του ταυτόχρονα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταυτοχρόνως
|