παραλλήλως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλλήλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραλλήλως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράλληλ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραλλήλως
Πηγές
επεξεργασία- παράλληλος (& παράλληλα, παραλλήλως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλλήλως < παράλληλ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραλλήλως
Πηγές
επεξεργασία- παραλλήλως, παράλληλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.