παράλληλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράλληλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράλληλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.li.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ράλ‐λη‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαπαράλληλος, -η, -ο
- (γεωμετρία) για δύο επιφάνειες, ή δύο ευθείες που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, που δεν τέμνονται ποτέ
- (μεταφορικά) που συμβαίνει ταυτόχρονα με κάτι άλλο
- (μεταφορικά) που παρουσιάζει ομοιότητες με κάποιον άλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράλληλος θηλυκό
- (γεωγραφία) νοητή ευθεία πάνω στη γη που βρίσκεται σε επίπεδο παράλληλο με το επίπεδο του Ισημερινού
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράλληλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαράλληλος, -ος, -ον
- (γεωμετρία) παράλληλος
- ⮡ (ουσιαστικοποιημένο) αἱ παράλληλοι (εννοείται «γραμμαί»)
- (μεταφορικά) που βρίσκεται πλάι πλάι με άλλον, συνοδευτικός
- ⮡ όπως δηλώνει ο τίτλος έργου του Πλουτάρχου, «Βίοι Παράλληλοι»
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- παράλληλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράλληλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.