Επίθετο

επεξεργασία

rival (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rival rivals

rival (en)

  • ο ανταγωνιστής, ο αντίπαλος
    ⮡  business rivals - εμπορικοί ανταγωνιστές
    ⮡  The company has now overtaken its main rival in terms of size and reach.
    Η εταιρεία έχει πλέον ξεπεράσει τον κύριο αντίπαλό της όσον αφορά το μέγεθος και την εμβέλεια.
ενεστώτας rival
γ΄ ενικό ενεστώτα rivals
αόριστος rivaled
παθητική μετοχή rivaled
ενεργητική μετοχή rivaling

rival (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rival rivaux
θηλυκό rivale rivales

rival (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rival rivaux
θηλυκό rivale rivales

rival (fr)