rival
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rival | rivals |
rival (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | rival |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rivals |
αόριστος | rivaled |
παθητική μετοχή | rivaled |
ενεργητική μετοχή | rivaling |
rival (en)
- ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός, εντυπωσιακός κλπ. όσο κάποιος ή κάτι άλλο
Πηγές επεξεργασία
- rival (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rival (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- rival (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 841. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναγωνίζομαι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rival | rivaux |
θηλυκό | rivale | rivales |
rival (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rival | rivaux |
θηλυκό | rivale | rivales |
rival (fr)
- ο ανταγωνιστής, ο αντίπαλος