ενεστώτας compare
γ΄ ενικό ενεστώτα compares
αόριστος compared
παθητική μετοχή compared
ενεργητική μετοχή comparing

compare (en)

  1. (μεταβατικό) συγκρίνω, εξετάζω ανθρώπους ή πράγματα για να δω πώς μοιάζουν και πώς διαφέρουν
    ⮡  I am comparing the quality of two fabrics/the qualifications of two candidates.
    Συγκρίνω την ποιότητα των δύο υφασμάτων/τα προσόντα των υποψηφίων.
     συνώνυμα:  contrast
  2. (αμετάβατο) συγκρίνω, συναγωνίζομαι, κοντά σε, απέναντι σε, μπροστά σε, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή κάτι άλλο, είτε καλύτερο είτε χειρότερο
    ⮡  Our house can’t compare to yours.
    Το σπίτι μας δε συγκρίνεται με το δικό σας.
    ⮡  His greed doesn’t compare to anything.
    Η απληστία του δεν συγκρίνεται με τίποτα.
    ⮡  Nothing compares to a cold glass of water in the summer.
    Τίποτα δεν συγκρίνεται μ' ένα ποτήρι κρύο νερό το καλοκαίρι.
    ⮡  Nobody compares to him in quality/in speed.
    Κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί σε ποιότητα/σε ταχύτητα.
    ⮡  This is nothing compared to that.
    Αυτό δεν είναι τίποτε κοντά σ' αυτό.
    ⮡  What he told you is nothing compared to what happened with me.
    Αυτό που σου είπε δεν είναι τίποτε κοντά σ΄ αυτό που μου συνέβη.
    ⮡  Compared to his difficulties, mine seem like a joke.
    Απέναντι στις δικές του δυσκολίες οι δικές μου φαίνονται αστείες.
    ⮡  We are nothing compared to the elements of nature.
    Είμαστε ένα τίποτα μπροστά στα στοιχεία της φύσης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rival
  3. (μεταβατικό) συγκρίνω, παρομοιάζω, δείχνω ή δηλώνω ότι κάποιος ή κάτι μοιάζει με κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  Poets compare women to flowers.
    Οι ποιητές συγκρίνουν τη γυναίκα με λουλούδι.
    ⮡  We can compare the function of the heart to that of a pump.
    Μπορούμε να συγκρίνουμε τη λειτουργία της καρδιάς με εκείνη της αντλίας.
    ⮡  They often compare sleep to death.
    Συχνά παρομοιάζουν τον ύπνο με το θάνατο.
     συνώνυμα: liken to

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
compare < λατινική compatrem, αιτιατική του compater
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κουμπάρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compare (vec) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
compare < λατινική compatrem, αιτιατική του compater

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /komˈpa.re/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compare (it) αρσενικό (θηλυκό comare)

  1. ο νονός
  2. ο κουμπάρος
  3. (κατ’ επέκταση) ως προσφώνηση: φιλαράκος
  4. (κατ’ επέκταση) συνεργάτης

Συγγενικά

επεξεργασία