φιλαράκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιλαράκος αρσενικό
- ο φίλος, συχνά όμως με έννοια κρυφής αποδοκιμασίας
- την είδα με τον φιλαράκο της (τον εραστή της)
- (θωπευτικό, όταν μιλάμε με μικρά παιδιά)
- πήγαινε να κάνεις κούνια με το φιλαράκο σου
Συνώνυμα
επεξεργασία- φιλαράκι (ουδέτερο)