↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλαράκος οι φιλαράκοι
      γενική του φιλαράκου των φιλαράκων
    αιτιατική τον φιλαράκο τους φιλαράκους
     κλητική φιλαράκο φιλαράκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλαράκος < φιλ- + -αράκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλαράκος αρσενικό

  1. ο φίλος, συχνά όμως με έννοια κρυφής αποδοκιμασίας
    την είδα με τον φιλαράκο της (τον εραστή της)
  2. (θωπευτικό, όταν μιλάμε με μικρά παιδιά)
    πήγαινε να κάνεις κούνια με το φιλαράκο σου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία