ενεστώτας liken to
γ΄ ενικό ενεστώτα likens to
αόριστος likened to
παθητική μετοχή likened to
ενεργητική μετοχή likening to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
liken to < → δείτε τις λέξεις liken και to

liken to (en)

  • (επίσημο) συγκρίνω, παρομοιάζω, συγκρίνω ένα πράγμα ή ένα άτομο με ένα άλλο και λέω ότι είναι παρόμοια
    ⮡  We can liken the function of the heart to that of a pump.
    Μπορούμε να συγκρίνουμε τη λειτουργία της καρδιάς με εκείνη της αντλίας.
    ⮡  Sleep is often likened to death.
    Συχνά παρομοιάζουν τον ύπνο με το θάνατο.
     συνώνυμα: compare