απέναντι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απέναντι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπέναντι [1] < ἀπό + ἔναντι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpe.nan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέ‐να‐ντι
Επίθετο
επεξεργασία
απέναντι άκλιτο
- που βρίσκεται απέναντι
- ⮡ οι απέναντι γείτονες, στις απέναντι γωνίες, το απέναντι πεζοδρόμιο
- ≈ συνώνυμα: αντικρινός
Επίρρημα
επεξεργασία
απέναντι
- (τοπικό επίρρημα) αντίκρυ, στην αντικρινή μεριά
- μπροστά σε
- μπροστά σε (μεταφορικά), σε σχέση με
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη εναντίον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ απέναντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας