equal
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | equal |
συγκριτικός | more equal |
υπερθετικός | most equal |
equal (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
equal | equals |
equal (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | equal |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | equals |
αόριστος | equalled, euqaled |
παθητική μετοχή | equalled, equaled |
ενεργητική μετοχή | equalling |
Διπλασιασμός του < ll > (βρετανικό). Με ένα < l > (αμερικανικό) |
equal (en)
- είμαι ίσος
- three plus two equals five - τρία και δύο ισούται με πέντε