measure up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | measure up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | measures up |
αόριστος | measured up |
παθητική μετοχή | measured up |
ενεργητική μετοχή | measuring up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmeasure up (en)
- ανταγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός, επιτυχημένος κτλ. όσο αυτό που αναμένεται ή χρειάζεται
Πηγές
επεξεργασία- measure up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 73. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταγωνίζομαι