measure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
measure | measures |
measure (en)
- το μέτρο, επίσημη ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου
- ↪ drastic measures - δραστικά μέτρα
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέτρο, μονάδα μέτρησης
- ↪ a measure of length - μέτρο μήκους
- το μέτρο, μέθοδος κρίσης κάτι
- ↪ Its value must be weighed mainly by moral measures.
- Η αξία του πρέπει να ζυγίζεται κυρίως με ηθικά μέτρα.
- ↪ Its value must be weighed mainly by moral measures.
- η μέτρηση (η ενέργεια του μετράω)
- τα μέτρα (τα διαστήματα ή το μέγεθος κάποιου πράγματος)
- οποιαδήποτε εργαλείο που χρησιμοποιείται για μέτρηση
- (μουσική) το μέτρο (στο πεντάγραμμο, το διάστημα μεταξύ δύο διαστολών)
- (μαθηματικά) το μέτρο (συνάρτηση που αναθέτει σε κάθε σύνολο ενός χώρου έναν μη αρνητικό αριθμό και ικανοποιεί άλλες ιδιότητες ενός φυσικού μέτρου όπως το μήκος, ο όγκος κλπ.)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | measure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | measures |
αόριστος | measured |
παθητική μετοχή | measured |
ενεργητική μετοχή | measuring |
measure (en)
- μετράω, διαπιστώνω το μήκος, το μέγεθος, την ποσότητα κάπου πράγματος
- ↪ Do you measure the height or the length?
- Μετράς το ύψος ή το μήκος;
- ↪ Do you measure the height or the length?