Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
measure measures

measure (en)

  1. το μέτρο, επίσημη ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου
    ⮡  drastic measures - δραστικά μέτρα
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέτρο, μονάδα μέτρησης
    ⮡  a measure of length - μέτρο μήκους
  3. το μέτρο, μέθοδος κρίσης κάτι
    ⮡  Its value must be weighed mainly by moral measures.
    Η αξία του πρέπει να ζυγίζεται κυρίως με ηθικά μέτρα.
  4. η μέτρηση (η ενέργεια του μετράω)
  5. τα μέτρα (τα διαστήματα ή το μέγεθος κάποιου πράγματος)
  6. οποιαδήποτε εργαλείο που χρησιμοποιείται για μέτρηση
  7. (μουσική) το μέτρο (στο πεντάγραμμο, το διάστημα μεταξύ δύο διαστολών)
  8. (μαθηματικά) το μέτρο (συνάρτηση που αναθέτει σε κάθε σύνολο ενός χώρου έναν μη αρνητικό αριθμό και ικανοποιεί άλλες ιδιότητες ενός φυσικού μέτρου όπως το μήκος, ο όγκος κλπ.)
ενεστώτας measure
γ΄ ενικό ενεστώτα measures
αόριστος measured
παθητική μετοχή measured
ενεργητική μετοχή measuring

measure (en)

  • μετράω, διαπιστώνω το μήκος, το μέγεθος, την ποσότητα κάπου πράγματος
    ⮡  Do you measure the height or the length?
    Μετράς το ύψος ή το μήκος;

Παράγωγα

επεξεργασία