opponent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
opponent | opponents |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαopponent (en)
- ο/η αντίπαλος
- ⮡ the exile of political opponents of the regime - η εκτόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
- ⮡ Our opponents are already on the field.
- Οι αντίπαλοι μας είναι ήδη στο γήπεδο.
- ⮡ He knocked out his opponent with one punch.
- Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.