τενίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τενίστας | οι | τενίστες |
γενική | του | τενίστα | των | τενιστών |
αιτιατική | τον | τενίστα | τους | τενίστες |
κλητική | τενίστα | τενίστες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τενίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική tennista+ -ς < αγγλική tennis < παλαιά γαλλικά tenez < tenir (κρατώ) < δημώδης λατινική *tenire < λατινική tenere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος teneo < πρωτοϊταλική *tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τενίστας αρσενικό (θηλυκό τενίστρια)
- (αθλητισμός, επάγγελμα) ο παίκτης του τένις
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τένις