Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τενιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τενιστικ
ός
η
τενιστικ
ή
το
τενιστικ
ό
γενική
του
τενιστικ
ού
της
τενιστικ
ής
του
τενιστικ
ού
αιτιατική
τον
τενιστικ
ό
την
τενιστικ
ή
το
τενιστικ
ό
κλητική
τενιστικ
έ
τενιστικ
ή
τενιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τενιστικ
οί
οι
τενιστικ
ές
τα
τενιστικ
ά
γενική
των
τενιστικ
ών
των
τενιστικ
ών
των
τενιστικ
ών
αιτιατική
τους
τενιστικ
ούς
τις
τενιστικ
ές
τα
τενιστικ
ά
κλητική
τενιστικ
οί
τενιστικ
ές
τενιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τενιστικός
<
τένις
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
τενιστικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με το
τένις
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
τένις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τενιστικός