Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

teneo < πρωτοϊταλική *tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

  Ρήμα επεξεργασία

teneo (la)

Κλίση επεξεργασία