γρασίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γρασίδι | τα | γρασίδια |
γενική | του | γρασιδιού | των | γρασιδιών |
αιτιατική | το | γρασίδι | τα | γρασίδια |
κλητική | γρασίδι | γρασίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρασίδι < μεσαιωνική ελληνική γρασίδι < *γρασίδιον, υποκοριστικό του γράσσις < αρχαία ελληνική γράστις < γράω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγρασίδι ουδέτερο
- χορτάρι (συνήθως κοντό και χλωρό)
- (αργκό) η ακατέργαστη ινδική κάνναβη
- (αργκό) το αξύριστο γυναικείο αιδοίο