χόρτο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χόρτο | τα | χόρτα |
γενική | του | χόρτου | των | χόρτων |
αιτιατική | το | χόρτο | τα | χόρτα |
κλητική | χόρτο | χόρτα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χόρτο < αρχαία ελληνική χόρτος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χόρτο ουδέτερο
- βλάστηση άσημη, χωρίς καρπούς, με λεπτό μίσχο και μικρά φυλλαράκια
- Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙ ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο ("Ο τελευταίος Σταθμός" Γ. Σεφέρης)
- (οικείο) το χασίσι