ξεχορταριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχορταριάζω < ξε- + χορταριάζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχορταριάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχορταριάζω | ξεχορτάριαζα | θα ξεχορταριάζω | να ξεχορταριάζω | ξεχορταριάζοντας | |
β' ενικ. | ξεχορταριάζεις | ξεχορτάριαζες | θα ξεχορταριάζεις | να ξεχορταριάζεις | ξεχορτάριαζε | |
γ' ενικ. | ξεχορταριάζει | ξεχορτάριαζε | θα ξεχορταριάζει | να ξεχορταριάζει | ||
α' πληθ. | ξεχορταριάζουμε | ξεχορταριάζαμε | θα ξεχορταριάζουμε | να ξεχορταριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεχορταριάζετε | ξεχορταριάζατε | θα ξεχορταριάζετε | να ξεχορταριάζετε | ξεχορταριάζετε | |
γ' πληθ. | ξεχορταριάζουν(ε) | ξεχορτάριαζαν ξεχορταριάζαν(ε) |
θα ξεχορταριάζουν(ε) | να ξεχορταριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχορτάριασα | θα ξεχορταριάσω | να ξεχορταριάσω | ξεχορταριάσει | ||
β' ενικ. | ξεχορτάριασες | θα ξεχορταριάσεις | να ξεχορταριάσεις | ξεχορτάριασε | ||
γ' ενικ. | ξεχορτάριασε | θα ξεχορταριάσει | να ξεχορταριάσει | |||
α' πληθ. | ξεχορταριάσαμε | θα ξεχορταριάσουμε | να ξεχορταριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχορταριάσατε | θα ξεχορταριάσετε | να ξεχορταριάσετε | ξεχορταριάστε | ||
γ' πληθ. | ξεχορτάριασαν ξεχορταριάσαν(ε) |
θα ξεχορταριάσουν(ε) | να ξεχορταριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχορταριάσει | είχα ξεχορταριάσει | θα έχω ξεχορταριάσει | να έχω ξεχορταριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχορταριάσει | είχες ξεχορταριάσει | θα έχεις ξεχορταριάσει | να έχεις ξεχορταριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχορταριάσει | είχε ξεχορταριάσει | θα έχει ξεχορταριάσει | να έχει ξεχορταριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχορταριάσει | είχαμε ξεχορταριάσει | θα έχουμε ξεχορταριάσει | να έχουμε ξεχορταριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχορταριάσει | είχατε ξεχορταριάσει | θα έχετε ξεχορταριάσει | να έχετε ξεχορταριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχορταριάσει | είχαν ξεχορταριάσει | θα έχουν ξεχορταριάσει | να έχουν ξεχορταριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχορταριάζω
|