Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβοτανίζω < (ελληνιστική κοινήἐκβοτανίζω < ἐκ (ξε-) + βοτανίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.vo.taˈni.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεβοτανίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία