ξεβοτάνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεβοτάνισμα < ξεβοτανίζω, ξεβοτανισ- + -μα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.voˈta.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐βο‐τά‐νι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεβοτάνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία του ξεβοτανίζω, η αφαίρεση και το καθάρισμα των αγριόχορτων και των ζιζανίων από έκταση που καλλιεργείται ή πρόκειται να καλλιεργηθεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεβοτάνισμα
|