αφαίρεση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αφαίρεση < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀφαίρε(σις) + -ση
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfɛ.ɾɛ.si/
- συλλαβισμός : α‐φαί‐ρε‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αφαίρεση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία αφαιρώ, παίρνω από κάποιον κάτι χωρίς τη συναίνεσή του, με τη βία, εφαρμόζοντας μια ποινή κλπ.
- η παράβαση αυτή τιμωρείται με πρόστιμο και αφαίρεση της άδειας οδήγησης
- η αφαίρεση της ζωής ενός όντος
- η ενέργεια με την οποία αφαιρώ, απομακρύνω κάτι από τη θέση στην οποία βρισκόταν αρχικά
- η αφαίρεση της χοληδόχου κύστης
- (αριθμητική) πράξη (δυαδικός τελεστής) που από έναν αριθμό (τον αφαιρετέο) αφαιρεί έναν άλλο (τον αφαιρέτη) και δίνει, έτσι, ένα αποτέλεσμα (τη διαφορά)
- (γραμματική, γλωσσολογία)
- (πληροφορική)
- βασική έννοια της πληροφορικής και αφορά την παρουσίαση και διαχείριση της πληροφορίας ή μέρος αυτής με εύχρηστο τρόπο, αφαιρώντας τα δυσνόητα στοιχεία της, όπως απλά ένας αριθμός (πχ. ο 123) ο οποίος δεν παρουσιάζεται στην πραγματική δυαδική μορφή του (πχ. 01111011)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η παρουσίαση και διαχείριση των δεδομένων με την χρήση των κλάσεων (classes) και των αντικειμένων τους (objects) χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της ενθυλάκωσης (encapsulation) και απόκρυψης (data hiding)
- (τέχνη, περιληπτικό) η αφηρημένη τέχνη
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αφαίρεση στη Βικιπαίδεια
- στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αριθμητική πράξη
Επεξεργασία
- ↑ «αφαίρεση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.