Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολλαπλασιασμός οι πολλαπλασιασμοί
      γενική του πολλαπλασιασμού των πολλαπλασιασμών
    αιτιατική τον πολλαπλασιασμό τους πολλαπλασιασμούς
     κλητική πολλαπλασιασμέ πολλαπλασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολλαπλασιασμός < ελληνιστική πολλαπλασιασμός < πολλαπλασιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολλαπλασιασμός αρσενικό

  1. σημαντική αύξηση μιας ποσότητας
  2. αναπαραγωγή ζώντων οργανισμών
  3. (αριθμητική) πράξη (δυαδικός τελεστής) που από δυο παράγοντες, α και β (τον πολλαπλασιαστέο και τον πολλαπλασιαστή), παράγει ένα αποτέλεσμα (το γινόμενο). Αυτό ισούται με το άθροισμα β παραγόντων ίσων με α
    εάν α = 20 και β = 5, τότε 20+20+20+20+20=100, και γράφουμε 20 x 5 = 100
    Σύμβολο: ×
     αντώνυμα: διαίρεση

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία