πολλαπλασιαστής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολλαπλασιαστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική multiplicateur < ρήμα multiplier < πολλαπλασιάζω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολλαπλασιαστής αρσενικό
- ο αριθμός που πολλαπλασιάζει κάποιον άλλον· σε έναν πολλαπλασιασμό, ο πρώτος αριθμός που ονομάζουμε
- στον πολλαπλασιαμό 4 x 5, το 4 είναι ο πολλαπλασιαστής
- ο πολλαπλασιαστέος είναι ο δεύτερος όρος του πολλαπλασιασμού 4 x 5, δηλαδή το 5
- στον πολλαπλασιαμό 4 x 5, το 4 είναι ο πολλαπλασιαστής
- μηχανισμός που αυξάνει το έργο μιας συσκευής
- πηνίο που αυξάνει την τάση ενός ρεύματος
- το πρόσωπο που έχει επιμορφωθεί σε ένα θέμα και στη συνέχεια, ενδεχομένως, να λειτουργήσει ως επιμορφωτής άλλων προσώπων
Επεξεργασία
- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλασιαστέος
- πολλαπλασιαστικός
- πολλαπλάσιο
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλός
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολλαπλασιαστής