πολλαπλάσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολλαπλάσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολλαπλάσιος[1] < πολλα- + -πλάσιος [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.laˈpla.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πολ‐λα‐πλά‐σι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
πολλαπλάσιος, -α, -ο
- (μαθηματικά) που είναι πολλές φορές μεγαλύτερος από άλλους
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πολύς
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολλαπλάσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολλαπλάσιος, -α, -ον
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ιωνικός τύπος : πολλαπλήσιος, -η, -ον
Παράγωγα επεξεργασία
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλάσιον (ουδέτερο)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πολύς
Πηγές επεξεργασία
- πολλαπλάσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολλαπλάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.