multiple
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
multiple (en)
- το πολλαπλάσιο
Επίθετο επεξεργασία
multiple (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) multiple inheritance
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
multiple | multiples |
multiple (fr) αρσενικό ή θηλυκό