Ουσιαστικό

επεξεργασία

multiple (en)

  Επίθετο

επεξεργασία

multiple (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
multiple multiples

multiple (fr) αρσενικό ή θηλυκό