• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πολλαπλάσιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Σύνθετα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολλαπλάσιο τα πολλαπλάσια
      γενική του πολλαπλασίου
& πολλαπλάσιου
των πολλαπλασίων
    αιτιατική το πολλαπλάσιο τα πολλαπλάσια
     κλητική πολλαπλάσιο πολλαπλάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πολλαπλάσιο < πολλαπλάσιος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολλαπλάσιο ουδέτερο

  • το γινόμενο οποιασδήποτε ποσότητας και ενός ακέραιου αριθμού

Συγγενικά

επεξεργασία
  • πολλαπλάσια
  • πολλαπλασιάζω
  • πολλαπλασιασμός
  • πολλαπλασιαστέος
  • πολλαπλασιαστής
  • πολλαπλασιαστικός
  • πολλαπλάσιος
  • πολλαπλός
  • πολλαπλότητα
  • πολλαπλώς

Σύνθετα

επεξεργασία
  • υποπολλαπλάσιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πολλαπλάσιο
  • αγγλικά : multiple (en)
  • γαλλικά : multiple (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πολλαπλάσιο&oldid=5644150"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Δεκεμβρίου 2022, στις 21:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Δεκεμβρίου 2022, στις 21:38.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας