πολλαπλάσιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολλαπλάσιο < πολλαπλάσιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολλαπλάσιο ουδέτερο
- το γινόμενο οποιασδήποτε ποσότητας και ενός ακέραιου αριθμού
Επεξεργασία
- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλασιαστέος
- πολλαπλασιαστής
- πολλαπλασιαστικός
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλός
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς