↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολλαπλάσιο τα πολλαπλάσια
      γενική του πολλαπλασίου
πολλαπλάσιου
των πολλαπλασίων
    αιτιατική το πολλαπλάσιο τα πολλαπλάσια
     κλητική πολλαπλάσιο πολλαπλάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολλαπλάσιο < πολλαπλάσιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολλαπλάσιο ουδέτερο

  • το γινόμενο οποιασδήποτε ποσότητας και ενός ακέραιου αριθμού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία