Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακέραιος η ακέραιη το ακέραιο
      γενική του ακέραιου της ακέραιης του ακέραιου
    αιτιατική τον ακέραιο την ακέραιη το ακέραιο
     κλητική ακέραιε ακέραιη ακέραιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακέραιοι οι ακέραιες τα ακέραια
      γενική των ακέραιων των ακέραιων των ακέραιων
    αιτιατική τους ακέραιους τις ακέραιες τα ακέραια
     κλητική ακέραιοι ακέραιες ακέραια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακέραιος < ἀκέραιος < ἀ- (στερητικό) + κεράννυμι (αναμιγνύω)

  Επίθετο επεξεργασία

ακέραιος, ακέραιη & ακέραια & ακεραία, ακέραιο

  1. που δεν έχει μειωθεί ή δεν του λείπει κάτι
     συνώνυμα: άθικτος, μονοκόμματος, ολάκερος, ολόβολος, ολόκληρος, πλήρης
    να εκμεταλλευθούν στο ακέραιο τις ευκαιρίες που γεννήθηκαν
  2. (μαθηματικά) καθένας από τους αριθμούς του συνόλου  , το μηδέν ή φυσικός αριθμός με αρνητικό ή θετικό πρόσημο
  3. (μεταφορικά) (για άνθρωπο) σώος, αβλαβής
  4. (μεταφορικά) (για άνθρωπο) που είναι έντιμος ή άψογος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία