multiply
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | multiply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | multiplies |
αόριστος | multiplied |
παθητική μετοχή | multiplied |
ενεργητική μετοχή | multiplying |
Ρήμα
επεξεργασίαmultiply (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μαθηματικά) πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι
- (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) πολλαπλασιάζω, παράγει νεαρά ζώα, βακτήρια κτλ. σε μεγάλους αριθμούς
- ⮡ Rabbits multiply rapidly.
- Τα κουνέλια πολλαπλασιάζονται ταχέως.
- ⮡ Rabbits multiply rapidly.