ενεστώτας multiply
γ΄ ενικό ενεστώτα multiplies
αόριστος multiplied
παθητική μετοχή multiplied
ενεργητική μετοχή multiplying

multiply (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, μαθηματικά) πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι
    ⮡  I multiply six by nine.
    Πολλαπλασιάζω το έξι με το εννιά.
    ⮡  If you multiply by zero, the result will be zero.
    Αν πολλαπλασιάσεις με το μηδέν, το αποτέλεσμα θα είναι μηδέν.
     συνώνυμα: times
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) πολλαπλασιάζω, παράγει νεαρά ζώα, βακτήρια κτλ. σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  Rabbits multiply rapidly.
    Τα κουνέλια πολλαπλασιάζονται ταχέως.

Συγγενικά

επεξεργασία