πολλαπλάσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πολλαπλάσιον | τὰ | πολλαπλάσιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πολλαπλασίου | τῶν | πολλαπλασίων | ||||
δοτική | τῷ | πολλαπλασίῳ | τοῖς | πολλαπλασίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πολλαπλάσιον | τὰ | πολλαπλάσιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πολλαπλάσιον | πολλαπλάσιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολλαπλασίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πολλαπλασίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολλαπλάσιον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολλαπλάσιος (αρχαία ελληνική )
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολλαπλάσιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (μαθηματικά) το πολλαπλάσιο (στον Ευκλείδη)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπολλαπλάσιον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολλαπλάσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολλαπλάσιος
Πηγές
επεξεργασία- πολλαπλάσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολλαπλάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.