Δείτε επίσης: πολλαπλάσιων, πολλαπλασίων
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πολλαπλάσιον τὰ πολλαπλάσι
      γενική τοῦ πολλαπλασίου τῶν πολλαπλασίων
      δοτική τῷ πολλαπλασί τοῖς πολλαπλασίοις
    αιτιατική τὸ πολλαπλάσιον τὰ πολλαπλάσι
     κλητική ! πολλαπλάσιον πολλαπλάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολλαπλασίω
γεν-δοτ τοῖν  πολλαπλασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολλαπλάσιον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολλαπλάσιος (αρχαία ελληνική )

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολλαπλάσιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πολλαπλάσιον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολλαπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολλαπλάσιος