soustraction
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
soustraction | soustractions |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
soustraction (fr) θηλυκό
- (αριθμητική) η αφαίρεση
ενικός | πληθυντικός |
soustraction | soustractions |
soustraction (fr) θηλυκό