αφαιρετέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αφαιρετέος < αρχαία ελληνική ἀφαιρετέος
Επίθετο
επεξεργασία
αφαιρετέος αρσενικό, αφαιρετέα θηλυκό, αφαιρετέο ουδέτερο
- που πρέπει ή πρόκειται να αφαιρεθεί
- αφαιρετέο ποσό, αφαιρετέα ποσότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφαιρώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφαιρετέος αρσενικό
- (αριθμητική) ο αριθμός που αφαιρείται από έναν άλλο, ο οποίος ονομάζεται μειωτέος
- ⮡ Στην αφαίρεση 20-5=15 το 5 είναι ο αφαιρετέος, το 20 ο μειωτέος και το 15 το υπόλοιπο.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφαιρετέος