μείον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μείον < αρχαία ελληνική μεῖον
Επίρρημα
επεξεργασίαμείον
- (μαθηματικά) στην πράξη της αφαίρεσης προηγείται του αφαιρετέου
- (μαθηματικά) προηγείται των αρνητικών αριθμών
- η θερμοκρασία έπεσε στους μείον πέντε (-5° C)
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμείον ουδέτερο
- (μαθηματικά) ουσιαστικοποιημένο επίρρημα: το σύμβολο της αφαίρεσης και των αρνητικών αριθμών
- ενώ έλυσες σχεδον σωστά την άσκηση, στο τέλος ξέχασες να βάλεις το μείον. Το σωστό αποτέλεσμα είναι -5 και όχι 5.
- το αρνητικό χαρακτηριστικό σε κάποιον ή κάτι
- είναι γενικά καλός άνθρωπος, αλλά έχει ένα μεγάλο μείον: ξεχνάει εύκολα τις υποχρεώσεις του
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρημα