μειωτέος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μειωτέος αρσενικό, μειωτέα θηλυκό, μειωτέο ουδέτερο
- που πρέπει ή πρόκειται να μειωθεί
- μειωτέο ποσό, μειωτέα ποσότητα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μειωτέος αρσενικό
- (μαθηματικά) ο αριθμός από τον οποίο πρέπει να αφαιρεθεί κάποιος άλλος, ο οποίος ονομάζεται αφαιρετέος
- Στην αφαίρεση 10-5=5 το 10 είναι ο μειωτέος.
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μειωτέος