↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειωτέος η μειωτέα το μειωτέο
      γενική του μειωτέου της μειωτέας του μειωτέου
    αιτιατική τον μειωτέο τη μειωτέα το μειωτέο
     κλητική μειωτέε μειωτέα μειωτέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειωτέοι οι μειωτέες τα μειωτέα
      γενική των μειωτέων των μειωτέων των μειωτέων
    αιτιατική τους μειωτέους τις μειωτέες τα μειωτέα
     κλητική μειωτέοι μειωτέες μειωτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μειωτέος <μειώνω + -τέος

  Επίθετο

επεξεργασία

μειωτέος αρσενικό, μειωτέα θηλυκό, μειωτέο ουδέτερο

μειωτέο ποσό, μειωτέα ποσότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μειωτέος αρσενικό

  • (μαθηματικά) ο αριθμός από τον οποίο πρέπει να αφαιρεθεί κάποιος άλλος, ο οποίος ονομάζεται αφαιρετέος
Στην αφαίρεση 10-5=5 το 10 είναι ο μειωτέος.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία