προσθετέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσθετέος < αρχαία ελληνική προσθετέον < πρόσθετος < προστίθημι < πρός + τίθημι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.sθeˈte.os/
Επίθετο επεξεργασία
προσθετέος, -α, -ο
- που πρέπει να προστεθεί
- (ουσιαστικοποιημένο) προσθετέος: (μαθηματικά) ο σχετικός αριθμός