Δείτε επίσης: πρόσθετος, προσθετός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσθετέος η προσθετέα το προσθετέο
      γενική του προσθετέου της προσθετέας του προσθετέου
    αιτιατική τον προσθετέο την προσθετέα το προσθετέο
     κλητική προσθετέε προσθετέα προσθετέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσθετέοι οι προσθετέες τα προσθετέα
      γενική των προσθετέων των προσθετέων των προσθετέων
    αιτιατική τους προσθετέους τις προσθετέες τα προσθετέα
     κλητική προσθετέοι προσθετέες προσθετέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσθετέος < αρχαία ελληνική προσθετέον < πρόσθετος < προστίθημι < πρός + τίθημι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.sθeˈte.os/

  Επίθετο επεξεργασία

προσθετέος, -α, -ο

  1. που πρέπει να προστεθεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προσθετέος: (μαθηματικά) ο σχετικός αριθμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία