Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρόσθετος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
προσθετός
,
προσθετέος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρόσθετ
ος
η
πρόσθετ
η
το
πρόσθετ
ο
γενική
του
πρόσθετ
ου
της
πρόσθετ
ης
του
πρόσθετ
ου
αιτιατική
τον
πρόσθετ
ο
την
πρόσθετ
η
το
πρόσθετ
ο
κλητική
πρόσθετ
ε
πρόσθετ
η
πρόσθετ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρόσθετ
οι
οι
πρόσθετ
ες
τα
πρόσθετ
α
γενική
των
πρόσθετ
ων
των
πρόσθετ
ων
των
πρόσθετ
ων
αιτιατική
τους
πρόσθετ
ους
τις
πρόσθετ
ες
τα
πρόσθετ
α
κλητική
πρόσθετ
οι
πρόσθετ
ες
πρόσθετ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρόσθετος
<
αρχαία ελληνική
πρόσθετος
<
προσθέτω
<
πρός
+
θέτω
(
(
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
additive
)
Επίθετο
επεξεργασία
πρόσθετος
που
προστίθεται
επιπλέον
ή
εκ των υστέρων
(
ουσιαστικοποιημένο
)
πρόσθετα
Συγγενικά
επεξεργασία
πρόσθετα
προσθέτως
→
δείτε
τις
λέξεις
προσθέτω
,
προς
και
θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρόσθετος
αγγλικά
:
additional
(en)
γαλλικά
:
additionnel
(fr)
,
supplémentaire
(fr)
,
excédentaire
(fr)
,
redondant
(fr)