πρόσθετος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόσθετος < αρχαία ελληνική πρόσθετος < προσθέτω < πρός + θέτω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική additive)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πρόσθετος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρόσθετος
![]() |
πρόσθετος