πρόσθετο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόσθετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθετος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόσθετο ουδέτερο
- οποιαδήποτε ουσία προστίθεται σε ένα σώμα για να του προσδώσει ορισμένα χαρακτηριστικά
- τα βιολογικά τρόφιμα πρέπει να είναι καθαρά από συντηρητικά και άλλα πρόσθετα
- (πληροφορική) λογισμικό που ενσωματώνεται σε ένα άλλο πρόγραμμα και προσθέτει δυνατότητες σ' αυτό