excédentaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
excédentaire | excédentaires |
Επίθετο
επεξεργασίαexcédentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη excéder
ενικός | πληθυντικός |
excédentaire | excédentaires |
excédentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό