Δείτε επίσης: προτίθημι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προστίθημι < πρός + τίθημι < με ανομοίωση από το *θίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-

προστίθημι

  1. βάζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο
  2. βάζω κάτι μπροστά από κάτι άλλο
  3. επιβάλλω
  4. προκαλώ
  5. παραχωρώ, δίνω
  6. προσθέτω
  7. πληρώνω, καταβάλλω
  8. εξακολουθώ, συνεχίζω