Ετυμολογία

επεξεργασία

παραχωρώ (παθητική φωνή: παραχωρούμαι)

  1. δίνω το χώρο ή τη θέση σε κάποιον
  2. (νομικός όρος) εκχωρώ, μεταβιβάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία