↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχωρησιούχος η παραχωρησιούχος
παραχωρησιούχα
το παραχωρησιούχο
      γενική του παραχωρησιούχου της παραχωρησιούχου
παραχωρησιούχας
του παραχωρησιούχου
    αιτιατική τον παραχωρησιούχο την παραχωρησιούχο
παραχωρησιούχα
το παραχωρησιούχο
     κλητική παραχωρησιούχε παραχωρησιούχε
παραχωρησιούχα
παραχωρησιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχωρησιούχοι οι παραχωρησιούχοι
παραχωρησιούχες
τα παραχωρησιούχα
      γενική των παραχωρησιούχων των παραχωρησιούχων των παραχωρησιούχων
    αιτιατική τους παραχωρησιούχους τις παραχωρησιούχους
παραχωρησιούχες
τα παραχωρησιούχα
     κλητική παραχωρησιούχοι παραχωρησιούχοι
παραχωρησιούχες
παραχωρησιούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραχωρησιούχος < ((ελληνιστική κοινή), 'καθαρεύουσα') παραχώρησι(ς) (παραχώρηση) + -ούχος (όπως το συμβασιούχος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.xo.ɾi.siˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐χω‐ρη‐σι‐ού‐χος

  Επίθετο

επεξεργασία

παραχωρησιούχος, -ος / -α, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr