ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραχώρησῐς αἱ παραχωρήσεις
      γενική τῆς παραχωρήσεως τῶν παραχωρήσεων
      δοτική τῇ παραχωρήσει ταῖς παραχωρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραχώρησῐν τὰς παραχωρήσεις
     κλητική ! παραχώρησῐ παραχωρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραχωρήσει
γεν-δοτ τοῖν  παραχωρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραχώρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραχωρέω / παραχωρῶ, παραχωρη- (πηγαίνω παραπέρα) + -σις (-ησις)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παραχώρηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραχώρησις, -εως θηλυκό