παραχώρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραχώρησῐς | αἱ | παραχωρήσεις | ||||
γενική | τῆς | παραχωρήσεως | τῶν | παραχωρήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παραχωρήσει | ταῖς | παραχωρήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παραχώρησῐν | τὰς | παραχωρήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παραχώρησῐ | παραχωρήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραχωρήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραχωρησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραχώρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραχωρέω / παραχωρῶ, παραχωρη- (πηγαίνω παραπέρα) + -σις (-ησις)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παραχώρηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραχώρησις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- παραχώρησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραχώρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.