Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɹænt/ (αμερικανικό)
 
ενεστώτας grant
γ΄ ενικό ενεστώτα grants
αόριστος granted
παθητική μετοχή granted
ενεργητική μετοχή granting

grant (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grant grants

grant (en)

  1. παραχώρηση, χορήγηση
  2. υποτροφία
  3. επίδομα
  4. (οικονομία) επιδότηση



  Επίθετο

επεξεργασία

grant

  1. μεγάλος
  2. → δείτε τη λέξη graim