Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grant grants

grant (en)

  • η χορηγία, η επιχορήγηση, χρηματικό ποσό που δίνεται από την κυβέρνηση ή από άλλο οργανισμό για να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
    παράδειγμα  The restoration happened with a grant from the foundation.
    Η αναστήλωση έγινε με χορηγία του ιδρύματος.
    παράδειγμα  There is a lot of competition for research grants.
    Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για τις ερευνητικές επιχορηγήσεις.
ενεστώτας grant
γ΄ ενικό ενεστώτα grants
αόριστος granted
παθητική μετοχή granted
ενεργητική μετοχή granting

grant (en)

grant

  1. μεγάλος
  2.  δείτε τη λέξη graim