grant
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡɹænt/ (αμερικανικό)
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
grant | grants |
grant (en)
- η χορηγία, η επιχορήγηση, χρηματικό ποσό που δίνεται από την κυβέρνηση ή από άλλο οργανισμό για να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
The restoration happened with a grant from the foundation.
- Η αναστήλωση έγινε με χορηγία του ιδρύματος.
There is a lot of competition for research grants.
- Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για τις ερευνητικές επιχορηγήσεις.