μεταβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταβιβάζω < αρχαία ελληνική μεταβιβάζω < μετά + βιβάζω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική transférer[1] [2])
Ρήμα
επεξεργασίαμεταβιβάζω (παθητική φωνή: μεταβιβάζομαι)
- μεταφέρω, διαβιβάζω, παραχωρώ, μετακινώ
- (νομικός όρος) παραχωρώ διά της νομικής οδού κάτι δικό μου σε άλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταβιβάζω | μεταβίβαζα | θα μεταβιβάζω | να μεταβιβάζω | μεταβιβάζοντας | |
β' ενικ. | μεταβιβάζεις | μεταβίβαζες | θα μεταβιβάζεις | να μεταβιβάζεις | μεταβίβαζε | |
γ' ενικ. | μεταβιβάζει | μεταβίβαζε | θα μεταβιβάζει | να μεταβιβάζει | ||
α' πληθ. | μεταβιβάζουμε | μεταβιβάζαμε | θα μεταβιβάζουμε | να μεταβιβάζουμε | ||
β' πληθ. | μεταβιβάζετε | μεταβιβάζατε | θα μεταβιβάζετε | να μεταβιβάζετε | μεταβιβάζετε | |
γ' πληθ. | μεταβιβάζουν(ε) | μεταβίβαζαν μεταβιβάζαν(ε) |
θα μεταβιβάζουν(ε) | να μεταβιβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταβίβασα | θα μεταβιβάσω | να μεταβιβάσω | μεταβιβάσει | ||
β' ενικ. | μεταβίβασες | θα μεταβιβάσεις | να μεταβιβάσεις | μεταβίβασε | ||
γ' ενικ. | μεταβίβασε | θα μεταβιβάσει | να μεταβιβάσει | |||
α' πληθ. | μεταβιβάσαμε | θα μεταβιβάσουμε | να μεταβιβάσουμε | |||
β' πληθ. | μεταβιβάσατε | θα μεταβιβάσετε | να μεταβιβάσετε | μεταβιβάστε | ||
γ' πληθ. | μεταβίβασαν μεταβιβάσαν(ε) |
θα μεταβιβάσουν(ε) | να μεταβιβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταβιβάσει | είχα μεταβιβάσει | θα έχω μεταβιβάσει | να έχω μεταβιβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταβιβάσει | είχες μεταβιβάσει | θα έχεις μεταβιβάσει | να έχεις μεταβιβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταβιβάσει | είχε μεταβιβάσει | θα έχει μεταβιβάσει | να έχει μεταβιβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταβιβάσει | είχαμε μεταβιβάσει | θα έχουμε μεταβιβάσει | να έχουμε μεταβιβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταβιβάσει | είχατε μεταβιβάσει | θα έχετε μεταβιβάσει | να έχετε μεταβιβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταβιβάσει | είχαν μεταβιβάσει | θα έχουν μεταβιβάσει | να έχουν μεταβιβάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταβιβάζω
- ↑ μεταβιβάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μεταβιβάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας