Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβιβάζω < αρχαία ελληνική μεταβιβάζω < μετά + βιβάζω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική transférer[1] [2])

  Ρήμα επεξεργασία

μεταβιβάζω (παθητική φωνή: μεταβιβάζομαι)

  1. μεταφέρω, διαβιβάζω, παραχωρώ, μετακινώ
  2. (νομικός όρος) παραχωρώ διά της νομικής οδού κάτι δικό μου σε άλλον
     συνώνυμα: εκχωρώ

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μεταβιβάζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
  2. μεταβιβάζω Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.